«Ερωτόκριτος» Βιτσέντζου Κορνάρου

Σκηνή από τον "Ερωτόκριτο" (φωτο: Β. Μακρή).

Κριτική του Νίκου Μπατσικανή

 

Λιμπρέτο, Μουσική σύνθεση – διεύθυνση: Δημήτρης Μαραμής

Σκηνοθεσία, Χορογραφία, Σκηνικό: Κωνσταντίνος Ρήγος

Συνεργάτις σκηνογράφος: Μαίρη Τσαγκάρη

Κοστούμια: Γιώργος Σεγρεδάκης

Φωτισμοί: Χρήστος Τζιόγκας

Διεύθυνση φωνητικού συνόλου: Μάτα Κατσούλη

Ερμηνεία: Θοδωρής Βουτσικάκης (Ερωτόκριτος), Μαρίνα Σάττι (Αρετούσα), Γκωτιέ Βελισσάρης (Πολύδωρος), Ιωάννα Φόρτη (Νένα), Κωστής Μαυρογένης (Ρήγας)

Φωνητικό σύνολο – Χορός: Βασίλης Δημακόπουλος, Νίκος Ζιάζιαρης, Νικόλαος Κατσιγιάννης, Γιάννης Κοντέλλης, Ανδρέας Μεταξάς-Μαριάτος, Σταμάτης Πακάκης, Στρατής Στηλ, Σπύρος Σώκος

Συμμετέχει εννεαμελές ενόργανο σύνολο

Με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους

 

 

Σκηνή από τον "Ερωτόκριτο" (φωτο: Β. Μακρή).

Η γνωστή έμμετρη μυθιστορία «Ερωτόκριτος», του Βιτσέντζου Κορνάρου, γράφτηκε στην Κρήτη τον 16ο ή 17ο αιώνα. Αποτελείται από 10.012 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, ομοιοκατάληκτους στίχους στην Κρητική διάλεκτο. Κεντρικό θέμα του είναι ο έρωτας ανάμεσα στον Ερωτόκριτο και στην Αρετούσα. Το έργο «πέρασε» στη λαϊκή παράδοση και παραμένει δημοφιλές, ακόμη και στην εποχή μας. Μαζί με την «Ερωφίλη» του Γεωργίου Χορτάτση είναι τα σημαντικότερα έργα της κρητικής λογοτεχνίας την περίοδο της Βενετοκρατίας (1204 – 1669 μ.Χ.). Τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα στην Αθήνα, την εποχή που ακμάζει το Βυζάντιο (χωρίς να προσδιορίζεται η ακριβής χρονολογία). Η υπόθεση, σε συντομία, είναι: Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του, μετά από πολλά χρόνια γάμου, αποκτούν μια κόρη, την Αρετούσα. Τη βασιλοπούλα ερωτεύεται ο Ερωτόκριτος μα, ως κοινός θνητός, δεν μπορεί να φανερώσει τον έρωτά του, γι’ αυτό πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της, τα βράδια, και της τραγουδά. Η κοπέλα, με τον καιρό,  ερωτεύεται τον άγνωστο κανταδόρο. Το ζευγάρι αρχίζει να συναντιέται κρυφά. Η κοπέλα παρακινεί τον Ερωτόκριτο να τη ζητήσει από τον πατέρα της, μα όταν αυτό γίνεται, ο βασιλιάς αρνείται, καθώς την προορίζει για πρίγκιπα του Βυζαντίου, κι εξοργισμένος με την απαίτηση του νέου, τον εξορίζει.  Η Αρετούσα  δεν αποδέχεται το προξενιό του πατέρα της και αυτός τη φυλακίζει, μαζί με την πιστή παραμάνα της. Έπειτα από χρόνια, όταν οι Βλάχοι πολιορκούν την Αθήνα, εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος, μεταμφιεσμένος από μαγεία και, σε μια μάχη, σώζει τη ζωή του βασιλιά, αλλά τραυματίζεται. Ο βασιλιάς, για να ευχαριστήσει τον ξένο, του προσφέρει σύζυγο την κόρη του. Η Αρετούσα αρνείται και αυτόν τον γάμο, μα όταν ο Ερωτόκριτος της φανερώνει ποιος είναι κι αφού λύνονται τα μάγια που τον είχαν μεταμορφώσει, η κοπέλα τον παντρεύεται και ο νέος ανεβαίνει στον θρόνο της Αθήνας.

 

Εν αρχή ην ο Λόγος και την απολαυστική, έμμετρη ερωτική ιστορία του Βιτσέντζου Κορνάρου επέλεξε για γράψει το Λιμπρέτο του (Libretto: διάλογοι και άριες), και πάνω σε αυτό τη μουσική του ο ταλαντούχος Δημήτρης Μαραμής. Η μουσική σύνθεσή του έχει πολλά στοιχεία σύγχρονου μιούζικαλ (Τζαζ, Μπλουζ, Ροκ)  αλλά και Όπερας, ενώ είναι εμπνευσμένη από την κρητική μουσική παράδοση κι έχει αποδοθεί με ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Οι διάλογοι της παράστασης είναι στην ιδιότυπη κρητική διάλεκτο και η ιστορία βασίζεται στη δομή του αναγεννησιακού έργου, μα δίνεται σε μοντέρνα εκδοχή, εκτός του συγκεκριμένου χρόνου και χώρου της δράσης του πρωτότυπου έργου. Η εμπνευσμένη σκηνοθεσία και οι ωραίες χορογραφίες, που επέλεξε ο καταξιωμένος χορευτής – χορογράφος Κωνσταντίνος Ρήγος, απογείωσαν την παράσταση, καθώς ανέδειξαν τα διαχρονικά στοιχεία της ερωτικής ιστορίας του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας, όπως: δύναμη της αγάπης, πόθος, άρνηση συγκατάθεσης γονέων, αποχωρισμός, ξενιτιά, εγκλεισμός σε φυλακή, στέρηση αγαπημένου/ης, μέχρι οι δυο νέοι να ξανασμίξουν για πάντα. Το σκηνικό, που οφείλεται στον ίδιον, τις περισσότερες φορές υπηρέτησε τις ανάγκες της παράστασης, μα και κάποιες την περιόρισε, καθώς κάλυπτε την ορχήστρα και τους μουσικούς που την αποτελούσαν, αν και οφείλω να τονίσω την, εν γένει, λειτουργικότητά του και ότι, χάρη σε αυτό (γέφυρες, φυλακή από σελοφάν) αλλά και στο πώς ο σκηνοθέτης – χορογράφος κίνησε τους ερμηνευτές πάνω του, συνέτειναν στο θετικό αποτέλεσμα, γεγονός για το οποίο αξίζει να συγχαρώ και τη συνεργάτιδά του στη σκηνογραφία: Μαίρη Τσαγκάρη. Στα θετικά της παράστασης και τα κοστούμια των κεντρικών ηρώων, τα οποία εμπνεύστηκε και σχεδίασε ο Γιώργος Σεγρεδάκης, επισημαίνοντας την ομορφιά και τη διαχρονικότητά τους, αλλά με μια μεγάλη ένσταση για τα ρούχα των μελών του Χορού, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα, ορισμένα εκ των οποίων εντυπωσίασαν κι έφεραν γέλιο στους θεατές, όπως αυτά των μανάδων Αρετούσας κι Ερωτόκριτου, με τα φτερά και τα καπέλα. Οι υποβλητικοί φωτισμοί του Χρίστου Τζιόγκα σημαντικοί για το τελικό αποτέλεσμα. Οι ερμηνείες των νέων: Θοδωρής Βουτσικάκης (Ερωτόκριτος), Μαρίνα Σάττι (Αρετούσα), Γκωτιέ Βελισσάρης (Πολύδωρος) αλλά και των παλαιότερων: Ιωάννα Φόρτη (Νένα), Κωστής Μαυρογένης (Ρήγας), όπως και των μελών του Χορού, άφησαν άριστες εντυπώσεις κι ενθουσίασαν το κοινό, το οποίο ξεσπούσε, συνεχώς, σε χειροκροτήματα κι επευφημίες· κυρίως η νεολαία. Κρίνω πως δεν είναι σωστό να χειροκροτούμε στο τέλος κάθε σκηνής, όπως συνέβη στην παράσταση του Ηρωδείου, μα τα λόγια αγάπης, του ποιητή, με τον τρόπο που αποδόθηκαν στις «άριες» της Αρετούσας και του Ερωτόκριτου και οι κορυφώσεις του δράματος, δικαιολογούν την αντίδραση των νέων, γεγονός που, τελικώς, με χαροποίησε, διότι νόμιζα πως τον σύγχρονο άνθρωπο, στη σκληρή και ηλεκτρονι-κοποιημένη εποχή που ζούμε και με όσα βιώνουμε στις ημέρες μας, δεν τον αγγίζουν τόσο πολύ τα λογοτεχνικά κείμενα και τα μεγάλης συναισθηματικής φόρτισης λόγια των ποιητών. Λάθος μου. Όλοι καίγονται, και σήμερα, στο «καμίνι της Αγάπης», οι άνθρωποι πονάνε και κλαίνε, ακόμα, για τον Έρωτα, κι εξακολουθούν να ριγούν στο άκουσμα δυνατών στίχων, όπως αυτοί που υπάρχουν στον «Ερωτόκριτο» του Βιτσέντζου Κορνάρου, γι’ αυτό οι θεατές καταχειροκρότησαν την παράσταση, στο τέλος, κάτι που θεωρώ πολύ σημαντικό, για τον επί πλέον λόγο πως αυτή αφορούσε ένα «παλαιάς» αξίας έργο που, όπως και άλλα, κινδυνεύουν να σκεπαστούν από τη λήθη του πανδαμάτορα χρόνου. Νά, όμως, που ήρθε η μουσική έμπνευση του Δημήτρη Μαραμή αλλά και η σκηνοθετική  ματιά να μας το προσφέρει φρέσκο κι ανανεωμένο, σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που θα χαιρόμουν ένα έργο της ελληνικής Γραμματείας να παιχθεί και στο εξωτερικό, όπως του αξίζει.

 

Μουσικό Θέατρο ή Μιούζικαλ: είδος θεάτρου, που περιλαμβάνει τραγούδια, διαλόγους (πρόζα) και χορό, για να ειπωθεί μια ιστορία. Παρότι το Μιούζικαλ θυμίζει Όπερα ή Επιθεώρηση, η ιδιαιτερότητά του να έχει ίση αντιμετώπιση στις τέχνες που το αποτελούν δίνει στο είδος έναν άλλο χαρακτήρα. Στην Όπερα, αντιθέτως, κυριαρχεί το αποκαλούμενο Λιμπρέτο, η μουσική είναι συνεχής και ο χορός παίζει μικρότερο ρόλο, ενώ, στην Επιθεώρηση, το κυρίαρχο στοιχείο είναι η σάτιρα προσώπων και γεγονότων, η μουσική καλύπτει ορισμένες χρονικές περιόδους της, όπως και ο χορός, ο οποίος υπάρχει, ενίοτε, για να ποικίλει το πρόγραμμα και όχι για να υπηρετήσει την ιστορία του έργου, που, συνήθως, δεν είναι μία και συγκεκριμένη, αλλά αποτελείται από επιμέρους σκηνές, με διαφορετικό θέμα η κάθε μία.

 

Βιτσέντζος Κορνάρος: Κρητικός ποιητής. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της κρητικής λογοτεχνίας, συγγραφέας του αφηγηματικού ποιήματος «Ερωτόκριτος» και, πιθανώς, του θρησκευτικού δράματος «Η Θυσία του Αβραάμ». Στο παρελθόν, οι φιλόλογοι τοποθετούσαν τη ζωή και τη δράση του Κορνάρου γύρω στα μέσα του 17ου αι., πίστευαν, δηλαδή, ότι «Η Θυσία του Αβραάμ» γράφτηκε το 1635, χρονιά που αναφέρεται στο χειρόγραφο, και ο «Ερωτόκριτος» αργότερα, μέχρι το 1645 ή το 1648, όταν άρχισε η πολιορκία του Ηρακλείου από τους Οθωμανούς. Μάλιστα, ένα επεισόδιο του Ερωτόκριτου, που αφηγείται τη μονομαχία του Κρητικού με τον Καραμανίτη θεωρείτο προσθήκη εκ των υστέρων, η οποία έγινε, μάλλον, κατά τα χρόνια του Βενετο-τουρκικού πολέμου και απηχούσε τους αγώνες των Κρητικών εναντίον των Οθωμανών. Αυτή η άποψη διατυπώνεται και σε παλαιότερες Ιστορίες της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπως αυτή του Λίνου Πολίτη και του Κ. Θ. Δημαρά. Με τις τελευταίες έρευνες, ο ποιητής του «Ερωτόκριτου» ταυτίζεται με έναν Βενετο-κρητικό Βιτσέντζο Κορνάρο, που γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου του 1553 στην Τραπεζόντα της Σητείας, γιος του Ιάκωβου Κορνάρου και της Ζαμπέτας Ντεμέτζο. Ήταν γόνος εξελληνισμένης και αρχοντικής βενετσιάνικης οικογένειας. Ο αδερφός του, Ανδρέας Κορνάρος, είχε γράψει μια Ιστορία της Κρήτης που δεν εκδόθηκε ποτέ. Έζησε στη Σητεία περίπου μέχρι το 1580 ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο). Εκεί έλαβε χώρα ο γάμος του με την Μαριέτα Ζένο, με την οποία απέκτησε και δύο κόρες, την Ελένη και την Κατερίνα. Από το 1591 ανέλαβε διοικητικά αξιώματα, ενώ κατά την διάρκεια της πανούκλας (1591-1593) ανέλαβε καθήκοντα υγειονομικού επόπτη. Υπήρξε, επίσης, μέλος ενός λογοτεχνικού συλλόγου, της «Ακαδημίας των Παράξενων», που είχε ιδρύσει ο αδελφός του Ανδρέας, επίσης συγγραφέας. Πέθανε στον Χάνδακα το 1613 ή το 1614 από άγνωστη αιτία και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου. Αυτή η άποψη έχει γίνει αποδεκτή από τους περισσότερους μελετητές. Την ταύτιση του ποιητή του «Ερωτόκριτου» με αυτόν τον Κορνάρο δεν αποδεχόταν ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ο οποίος υποστήριζε ότι το έργο είναι μεταγενέστερο αυτού (Wikipedia).

 

Σεπτέμβριος 2017                                      «Ωδείο Ηρώδου του Αττικού (Ηρώδειο)»

 

Νίκος Μπατσικανής

συγγραφέας, ποιητής, κριτικός

(μέλος Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών)