Αγαμέμνων, Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Cezaris Graužinis

Κριτική Θεάτρου.

Γράφει η Λία Τσεκούρα.

 

Αγαμέμνων, ένα σκοτεινό ταξίδι στα άβατα μίας παλαιάς μήνης και τον αέναο, διακαή πόθο εκδίκησης. Ανίεροι φόνοι, ύβρεις, οργή και μια αρχέγονη κατάρα που διαιωνίζεται από γενιά σε γενιά, ξεσκίζοντας τις σάρκες του οίκου των Ατρειδών, εις το πορφυρό όνομα μιας πορφυρής μοίρας.

Ο Αγαμέμνων, το α΄μέρος της μεγαλειώδους τριλογίας Ορέστεια του Αισχύλου παρουσιάστηκε στην Αθήνα το 458 π.Χ. κερδίζοντας το πρώτο βραβείο στους ετήσιους δραματικούς αγώνες. Ο Αγαμέμνων συνιστά έναν οιωνό, τόσο θεματικά όσο και εννοιολογικά, των ανόσιων πράξεων,  σχέσεων,  ρωγμών αλλά και της κάθαρσης που ακολουθούν στα άλλα δύο μέρη της τριλογίας, ήτοι Χοηφόρες και Ευμενίδες.

Ο ποιητής είναι γνώστης των αόρατων, σχεδόν λατρευτικών, υπόρρητων δεσμών που ένωναν τους Αθηναίους με τους ομηρικούς άρχοντες, τους ήρωες και τις αφηγήσεις του Τρωικού Πολέμου περί επιστροφής στην πατρίδα∙ ένα ηρωικό παρελθόν που λικνίζεται μέσα στην αχλή του μύθου, ο οποίος νοηματοδοτεί την υπαρκτική αλήθεια του παρόντος, υπενθυμίζει το παλαιό κλέος και σηματοδοτεί ένα νέο πολιτικό και πολιτιστικό παρόν.

Ο Αγαμέμνων περιγράφει την επιστροφή του πορθητή της Τροίας, την εκδίκηση της Κλυταιμνήστρας για τη θυσία της κόρης τους Ιφιγένειας και τη συζυγική απιστία μεταξύ Κλυταιμνήστρας και Αιγίσθου, εξάδελφου του Αγαμέμνονα. Τα αιματοβαμμένα χνάρια αυτής της φρικτής ενδοοικογενειακής καταστροφικότητας, αλλά και η εξέλιξη, εδράζονται σε μια παλαιά ύβρη, εκείνη την καταχθόνια ανάγκη υπέρβασης των προσωπικών ορίων.

Μια ύβρη που σπαράζει από ανομολόγητες πράξεις∙ προδοσίες, μοιχείες, φόνοι, μακάβρια γεύματα και κανιβαλισμός τέκνων που, ξεκινώντας από τον Τάνταλο, κληροδοτούνται στον γιό του Πέλοπα, στους γιούς του Ατρέα και Θυέστη, κυριαρχούν σε όλη την Ορέστεια και λύονται στις Ευμενίδες από τον γιό του Αγαμέμνονα, Ορέστη, με τη βοήθεια της Αθηνάς.

Νόμοι και όρια παραβιάζονται, γενεαλογικές ιεραρχίες συνταράσσονται αλλόκοτα, τη στιγμή που ο πατέρας δολοφονεί, καταβροχθίζει τον απόγονο, ενώ ο γιος σκοτώνει τη μητέρα.  Η συζυγική πίστη καταρρέει μέσα σε ολέθριες μοιχείες, Θυέστης, Αγαμέμνων, Κασσάνδρα, Κλυταιμνήστρα, Αίγισθος. Η σχέση θεών και ανθρώπων διασαλεύεται την ώρα που ο Απόλλων  αποπλανεί την Κασσάνδρα, ενώ η ανθρώπινη διάσταση αποθηριώνεται όταν τα τέκνα θυσιάζονται σε βωμούς στη θέση των ζώων.

Ο Αγαμέμνων βρίθει υπεκφυγών κι υπαινιγμών ήδη από τον πρόλογο∙ το σκοτάδι της νύχτας, επιβλητικό και απειλητικό, πνίγει το ανάκτορο, την ώρα που ο οίκος περιμένει εναγωνίως τον Αγαμέμνονα. Ο πρόλογος ανήκει στον εντεταλμένο φύλακα της Κλυταιμνήστρας που περιμένει τις φρυκτωρίες να αναγγείλουν την άλωσης της Τροίας. Η αντίστροφη μέτρηση ενός επικείμενου ολέθρου έχει ξεκινήσει.

Στην πάροδο –  είσοδος του χορού στη σκηνή – κυριαρχεί η ασφυκτική ανησυχία που κλιμακώνεται σε ένα βαρύ αίσθημα απαντοχής, μίας απαντοχής ανόσιας, θρηνητικής, οιονεί σατανικής. Ο χορός των Αργείων γερόντων μνημονεύει και αφηγείται τα δυσοίωνα σημάδια που στιγμάτισαν την εκστρατεία στην Τροία.

Ο ρόλος του χορού στον Αισχύλο  είναι εξαίρετα σημαίνων, καθώς ο ποιητής δίδει μεγαλύτερο ρόλο στον λόγο, μειώνοντας τα χορικά, ενώ στην Ορέστεια εισάγει και 3ο υποκριτή. Ο χορός συμβολίζει μια κοινότητα, είναι ένα συλλογικό, ανώνυμο πρόσωπο, το οποίο  μέσα από την ελευθερία λόγου της πόλης εξωτερικεύει σκέψεις, φόβους, ελπίδες, συναισθήματα∙ ο χορός θεμελιώνει το καινοφανές που ενώνεται δημιουργικά με το παλαιό, μυθικό παρελθόν, τον ήρωα που ως κέντρο του δράματος παραμένει ζωντανό και αθάνατο, δημιουργώντας έναν κόσμο τραγικό αλλά βαθιά αληθινό και μοναδικά ανθρώπινο.

Ο Αισχύλος, ήδη από την εισαγωγή και την αριστοτεχνική διαχείριση των χορικών, δημιουργεί ένα υφάδι ανυπέρβλητου λόγου που ερωτοτροπεί με το οξύμωρον∙ λεπτότητα και ευγένεια ποιητικού λόγου περιπλέκονται σαγηνευτικά για να αποδώσουν φρικτές, ανόσιες πράξεις, που συνιστούν αναπόσπαστο τμήμα της δραματικής εξέλιξης της τριλογίας.

Παράλληλα, ο ποιητής διαχειρίζεται ευρηματικά το χρονικό κενό που κυοφορείται μεταξύ εκκίνησης και άφιξης της φωτιάς∙ το χρονικό παρόν διασαλεύεται, ανασαλεύει  και μεταμορφώνεται σε ένα ταξίδι στον χρόνο. Ο θεατής βιώνει μέσα από τον, ενίοτε αντιστικτικό, λόγο του χορού  δέκα χρόνια οδύνης, μήνης, θανάτου, πένθους, ατέρμονης αναμονής ενός τέλους, που θα αποκαθάρει την ψυχή από το μένος.

Το σκότος συνταράσσει η μεγαλειώδης είσοδος της Κλυταιμνήστρας, εγκλωβίζοντας στον μονόλογό της παρελθόν και παρόν, καθώς ενώ αναφέρεται στο άναμμα των πυρσών στην ακτή της Τροίας αμέσως μετά τα πλοία των Αχαιών αγγίζουν τα παράλια του Άργους. Ο λόγος της είναι αρχικά καταπραϋντικός, μεγαλειώδης, γεμάτος πίστη και σεβασμό στον σύζυγο – ένας λόγος βασιλικά συνετός. Στην ουσία η Κλυταιμνήστρα ενεργεί βάσει σκοπιμότητας και χειρίζεται αριστοτεχνικά τον χορό των γερόντων για να καταλαγιάσει τυχόν ανησυχίες.

Η άφιξη του Αγαμέμνονα είναι η κορύφωση της μακράς αναμονής. Αγέρωχος, απέριττα αλαζών γεμίζει την ατμόσφαιρα άρρητα, διάσπαρτα σπαράγματα φόβου, θανάτου. Δίπλα του η Κασσάνδρα, ένα υπόλοιπο ζωής, συντετριμμένη, τρομοκρατημένη, υπάρχει απλώς ως λάφυρο. Η υποδοχή του βασιλέα είναι ψυχρή, στοιχείο που δε συνάδει με τον πρότερο λόγο της Κλυταιμνήστρας αλλά στην ουσία, όχι μόνο προϊδεάζει αλλά και επιβεβαιώνει τις ανόσιες προθέσεις.

Η Κλυταιμνήστρα, σαν έτοιμη από καιρό, σαν θαρραλέα, προσελκύει τον Αγαμέμνονα με σαρδόνια ευφυΐα σε μια ερωτική – ηδονιστική θα έλεγε κανείς – παγίδα θανάτου∙ χειρίζεται τη ματαιοδοξία του, γνωρίζει τον βίο του και τις επιθυμίες του, έχει βιώσει με τον χειρότερο τρόπο την άλωση των ορίων, εκείνη την ανάγκη  που αιχμαλωτίζει στα δίχτυα της την επιθυμία μίας αγεφύρωτης απληστίας, η οποία μάτωσε τα νερά της Αυλίδας, γεμίζοντας πένθος τις μητέρες Αχαιών και Τρώων.

Αυτή η αδήριτη ανάγκη εκδίκησης οδηγεί τη βασίλισσα σε ανόσιες πράξεις∙ η Κλυταιμνήστρα αρχικά ευτελίζει τον Αγαμέμνονα αφαιρώντας του τα υποδήματα και τον ωθεί στην τελευταία πράξη ύβρεως, να πατήσει πάνω στο πορφυρόχρωμο υφαντό, λέγοντας η Δίκη ας τον οδηγήσει στο ανέλπιστο δώμα∙ μία ρήση διφορούμενη, αλλά τραγικά συμβολική και αληθινή. Ο βασιλέας, ανυπόδητος, βαδίζει πάνω στο πορφυρό χαλί,  σαν βάρβαρος, σαν θεός, στη οδό του αίματος από την δόξα στον θάνατο, προφέροντας τον στερνό – οιονεί προφητικό –  λόγο, γνωρίζω με τα μάτια μου την επιστροφή, είμαι αυτόπτης μάρτυς!

Μια ξαφνική σιωπή θανάτου πνίγει την ατμόσφαιρα. Η σιωπή –σχεδόν άγνωστη στον διάλογο του έπους – συνιστά χαρακτηριστικό στοιχείο του τραγικού διαλόγου, καθώς νοηματοδοτεί, επισημαίνει και αναδεικνύει το υπόρρητο, εκείνο το άρρητο ουρλιαχτό που κρύβεται πίσω από τείχη αόρατα∙ το άρρητο ουρλιαχτό της Κασσάνδρας,  που ξέρει.

Η εκκωφαντική σιωπή της Κασσάνδρας, απάντηση στον υποτιμητικό λόγο της Κλυταιμνήστρας προοιωνίζει έναν από τους πιο συγκλονιστικούς μονόλογους του παγκόσμιου δράματος. Η Κασσάνδρα προφητεύει – γνωρίζει ότι είναι εξιλαστήριο θύμα της κατάρας που συγκλονίζει τον οίκο των Ατρειδών – άλλωστε κι αυτή κάποτε διέπραξε μια ύβρη αρνούμενη να γεννήσει τα παιδιά του Απόλλωνα. Η Κασσάνδρα είναι ένα τραγικό πρόσωπο που βρίσκεται στη διάπυρη στιγμή της∙ ματώνει, εκστασιάζεται με μια μαιναδική μανία, βγάζει βίαια από μέσα της όλη την οργή, σαν σάρκα που ξεκολλάει από το κόκκαλο αφήνοντας να φανεί η φρικτή μοίρα.

Η τραγική σιωπή της – μέσα στην οποία ελλοχεύει απειλητικά η γνώση του επερχόμενου θανάτου – υφαίνεται αντιστικτικά και σπαρακτικά με τον ξέφρενο, ακατάληπτο λόγο της∙ η σιωπή της, μια έρημη χώρα, γεμάτη ακατανόμαστες πράξεις, επονείδιστες σφαγές, που ξεπηδούν ανεξέλεγκτα, κάνοντας τόσο εύλογο το Ακατανόητο. Παράλληλα, η προφητεία εξυπηρετεί την οικονομία του δράματος, καθώς ο Αισχύλος δεν χρησιμοποιεί αγγελιαφόρο για την αφήγηση των επακόλουθων γεγονότων.

Η τραγωδία κορυφώνεται με το άνοιγμα της πύλης του παλατιού, και την Κλυταιμνήστρα να στέκεται πάνω από τα πτώματα του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας, το έργο της, σε μια μανική – σχεδόν ηδονική –  έκσταση, που αποφορτίζεται σε έναν αιμοσταγή μονόλογο, μια πρωτόγονη, σχεδόν υβριστική, επιβολή του μητριαρχικού δικαίου που εκπροσωπεί η Κλυταιμνήστρα και, φέρεται, να σφραγίζει τη μοίρα των Ατρειδών, μια πρωτόγονη μορφή Δίκης, η οποία μετουσιώνεται στις Ευμενίδες.

Ο Αίγισθος εμφανίζεται ως τιμωρός, ωστόσο η Κλυταιμνήστρα ενεργεί καταπραϋντικά, ζητώντας την παύση της διαμάχης Αίγισθου – χορού∙ η τραγωδία ολοκληρώνεται χωρίς έξοδο – ίσως διότι δεν υπάρχει λύσις, ίσως διότι τα πάντα παγώνουν σε μια απαντοχή, το κενό του Φονικού για τη Δικαία Κρίση.

Ο σκηνοθέτης Cezaris Graužinis  πετυχαίνει αυτή τη δαιμονική περιδίνηση της κατάρας μέσα από τον 12-μελή χορό, καθώς αναπαράγονται όλα τα ολέθρια γεγονότα.  Πράγματι, ο χορός είναι το δυνατό σημείο της παράστασης, καθώς τα μέλη συντονίζονται απόλυτα, με ελάχιστες παρεκκλίσεις, προβάλλοντας έναν χορό γερόντων που περιγράφει οδυνηρά γεγονότα, ενώ παράλληλα συμπάσχει, φοβάται, διερωτάται, υποφέρει.

Ο Γιάννης Στάνκογλου ως Αγαμέμνων.

 

Οι συντελεστές της παράστασης αναμετρήθηκαν με ένα δύσκολο, ιδιαίτερο έργο με πολλαπλά επίπεδα ψυχογραφικής ανάγνωσης και παρουσίασαν μια αξιοπρεπή παράσταση, χωρίς ωστόσο εκείνο το τραγικό μεγαλείο που αρμόζει σε ένα αισχυλικό έργο, όπου κάθε λέξη έχει ιδιαίτερο νοηματικό βάρος.

Ο Γιάννης Στάνκογλου ως Αγαμέμνων είναι δυναμικός, συγκεκριμένος και γεμίζει τη σκηνή με επιβλητικότητα και προσεγμένη αλαζονεία. Ωστόσο, θα τον θυμόμαστε περισσότερο ως Αίγισθο, καθώς προσδίδει στον ρόλο αυτό όλο εκείνο το παλαιό μένος που παραμένει και περιμένει, που κυοφορείται βασανιστικά στο θύμα της πατρογονικής ύβρεως, φέροντας μέσα του το βάρος της πατρικής εκδίκησης.

Η Μαρία Πρωτόπαππα.
Η Μαρία Πρωτόπαππα στον ρόλο της Κλυταιμνήστρας.

 

Η Μαρία Πρωτόπαππα, ως Κλυταιμνήστρα, κινήθηκε αξιοπρεπώς, χωρίς εντάσεις, οι οποίες ήταν απαραίτητες σε ορισμένα κρίσιμα σημεία τα οποία δεν τονίστηκαν όσο έπρεπε, ενώ η άρθρωσή της σε μερικά σημεία έπρεπε να είναι πιο προσεγμένη. Προσέδωσε ωστόσο στη βασίλισσα μια ευγενή σατανικότητα, ενώ ικανοποιητικός ήταν ο αγώνας λόγου με τον Αγαμέμνονα, γεμάτος δόλο, εκδικητική ειρωνεία και την ανεπαίσθητη παρουσία ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Η Ιώβη Φραγκάτου ως Κασσάνδρα προσπάθησε να αποδώσει τον συγκλονιστικό μονόλογο της Κασσάνδρας, ωστόσο έλλειψε η ταύτιση με τον ρόλο και τη νοηματική σημασία αυτού, ενώ η έκφραση του εσωτερικού μένους και της απόγνωσης ήταν υποτονική.

Ο Θόδωρος Κατσαφάδος ως φύλακας των ανακτόρων και καταλυτικός παράγων σχετικά με την εξιστόρηση των πεπραγμένων ήταν αξιοπρεπής, επιβλητικός και η παρουσία του πράγματι κέρδιζε τις εντυπώσεις. Αντιθέτως, ο Αργύρης Πανταζάρας ως κήρυκας προσπάθησε να αξιοποιήσει το βάρος του ρόλου του, αλλά αναλώθηκε περισσότερο σε  απαγγελία και όχι σε ερμηνεία.

Τα σκηνικά της παράστασης ήταν λιτά, γεγονός που δεν ενοχλεί σε μια παράσταση αρχαίας τραγωδίας, ενώ τα κοστούμια ήταν ενδεικτικά των ρόλων, με μια έκφανση διαχρονικότητας. Οι φωτισμοί βοήθησαν στην προβολή των σημαντικών στιγμών, προσδίδοντας επιβλητικότητα, ειδικά το κόκκινο χαλί που οδηγεί τον Αγαμέμνονα στον θάνατο. Η μουσική στηρίζει το τραγικό στοιχείο, όπου υπήρχε στη σκηνοθεσία, και λειτουργεί επιβλητικά, υπερτονίζοντας κατάλληλα τις κορυφώσεις. Η μετάφραση τηρεί την ποιητικότητα του λόγου και αποφεύγει μεν βαρύγδουπες εκφράσεις, αλλά έχει αφαιρέσει σημαντικά στοιχεία του κειμένου  όπως τη φράση του φύλακα βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ μέγας βέβηκεν, που εκφράζει το προσωπικό δίλημμα του φύλακα και υπαινίσσεται αλλόκοτα συμβάντα.

Τέλος, η παράσταση ήταν μια αξιοπρεπής προσπάθεια, χωρίς εξάρσεις, χωρίς μεγαλειώδη εκφραστικότητα, χωρίς συγκλονιστικές ερμηνείες, ίσως χωρίς εκείνη την προβολή των τραγικών νοημάτων, τα οποία κυλάνε στις φλέβες μας και περιμένουμε να τα βιώσουμε εικονοποιημένα πάνω στη σκηνή.

Εντούτοις, ο απαράμιλλου κάλους ποιητικός λόγος του Αισχύλου επιβάλλεται αυτοδικαίως, καθώς είναι το ίδιο το έργο που προκαλεί τη μέθεξη, οδηγώντας τον θεατή στην κάθαρση μέσω του ελέους και του φόβου∙  άλλωστε αυτές είναι οι βιωματικές έννοιες που αποδίδουν στην αθηναϊκή τραγωδία μια ανυπέρβλητη νοηματική δυναμική, το είναι εκείνης της αιματοβαμμένης πορείας προς την αυτεπίγνωση, την κάθαρση, τη λύσιν.

Ο θεατής αποχωρεί γεμάτος συναισθήματα, ίσως έτοιμος για μια βαθιά καταβύθιση  στα προσωπικά πάθη, στους ολέθριους καιρούς που μας βασανίζουν και μας εγκλωβίζουν, συχνά χωρίς καμία κάθαρση. Είναι η στιγμή της αυτεπίγνωσης, όπου γίνεται κατανοητή η αλήθεια του ελληνικού μύθου∙ η αλήθεια του Οιδίποδα, του Αγαμέμνονα, της νεκρής Ιφιγένειας, της Κλυταιμνήστρας, αλήθειες που γίνονται βασανιστικές μόλις κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέπτη. Εκείνη είναι η τραγική στιγμή της ανθρώπινης ύπαρξης που αναστοχάζεται τα λόγια της Κλυταιμνήστρας, και πάλι πριν τελειώσει ο πανάρχαιος βραχνάς, καινούριο πάλιν αίμα.

Αθήνα, Θέατρο Βράχων “Μελίνα Μερκούρη”, 19.07.2018

Συντελεστές της παράστασης:

Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας
Σκηνοθεσία: Τσέζαρις Γκραουζίνις
Σκηνικά – Κουστούμια: Κέννυ ΜακΛέλλαν
Μουσική-Μουσική Διδασκαλία: Χάρης Πεγιάζης
Κίνηση: Έντι Λάμε
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Συγκλητική Βλαχάκη

Παίζουν: Μαρία Πρωτόπαππα, Γιάννης Στάνκογλου, Αργύρης Πανταζάρας, Ιώβη Φραγκάτου και ο Θοδωρής Κατσαφάδος

Χορός: Μάρκος Γέττος, Δημήτρης Γεωργιάδης, Τάσος Θεοφιλάτος, Πανάγος Ιωακείμ, Δημήτρης Καραβιώτης,  Ηλίας Μενάγερ, Δημήτρης Μηλιώτης, Αλέξανδρος Μούκανος, Αλέξανδρος Μπαλαμώτης, Βασίλης Παπαγεωργίου, Κλέαρχος Παπαγεωργίου, Γιώργος Παπανδρέου