«Ένας Καλός Λόγος»

«Ένας  Καλός  Λόγος»

Θέατρο της Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής

Δευτέρα-Τρίτη 9.00 μμ (έως 5/6).

 

Κείμενο –Σκηνοθεσία : Ελίνα Μαντίδη- Αργύρης Πανταζάρας

(βασισμένο σε κείμενα των Νιζίνσκυ και Ντοστογέφσκυ)

Ερμηνεία: Αργύρης Πανταζάρας – Ομάδα Momentum

 

%ce%b7%ce%bb%ce%b9%ce%b1%cf%83-2

 

 Στην ήσυχη οδό Κυκλάδων στην Κυψέλη, ενώ περιμέναμε να μπούμε στο θέατρο για την παράσταση, μάς τράβηξαν την προσοχή μαυροντυμένοι νεαροί με  γουόκι τόκι  που επικοινωνούσαν μεταξύ τους συνωμοτικά ανταλλάσσοντας οδηγίες. Φευγαλέα, σκεφτήκαμε αν επρόκειτο για σωματοφύλακες που συνόδευαν κάποιο υψηλό πρόσωπο στην παράσταση ή αν ήταν ειδικοί φρουροί που είχαν κληθεί για αστυνομικό περιστατικό στην περιοχή.

   Η απορία λύθηκε μέσα στο χώρο, όταν διαπιστώσαμε ότι η ομάδα Momentum ως άλλο τηλεοπτικό ή κινηματογραφικό συνεργείο-crew κατηύθυνε τους θεατές στη θέση τους με ασυρμάτους ενδοσυνεννόησης, ενώ παράλληλα προστάτευε το κέντρο της σκηνής, αφοριζόμενο από μία αστυνομική κορδέλα, στο οποίο καθόταν ο πρωταγωνιστής με τα εσώρουχα του, εκτελώντας απλές γυμναστικές ασκήσεις σαν κολυμβητής ή πυγμάχος σε προθέρμανση. Σε μία υποβλητική ατμόσφαιρα τηλεοπτικού πλατό ή ριγκ, σημαντικό ρόλο έπαιζαν  στην κλιμακούμενη αναμονή για την έναρξη της παράστασης οι μεταλλικές φωνές του θιάσου μέσα από τους ασυρμάτους καθώς και η τέκνο μουσική που ακουγόταν από τα  μεγάφωνα.

  Εντύπωση έκανε από την αρχή, το χωρίς συναίσθημα, γυάλινο βλέμμα του ήρωα, που σηματοδότησε την εξέλιξη του μονολόγου της παράστασης ως μία καταγραφή της ιστορίας ενός αντικοινωνικού-ψυχοπαθητικού χαρακτήρα που θα μπορούσε να είναι τελικά ένας κυνικός πολιτικός του σήμερα. ‘Ηταν πολύ εντυπωσιακό ότι το πρόσωπο που μονολογούσε στη σκηνή, αφηγούμενο τετριμμένα στοιχεία ή στιγμιότυπα  της προσωπικής του ιστορίας, ήταν σαν να διέτρεχε  ταυτόχρονα κεφάλαια και της ανθρώπινης ιστορίας. Με τον τρόπο αυτό και χάρη στην κινησιολογική ικανότητα του Αργύρη Πανταζάρα παρακολουθήσαμε τη σταδιακή μεταμόρφωση ενός αγριμιού ή ενός πρωτόγονου κατοίκου των σπηλαίων ( χαρακτηριστικές οι στάσεις που θύμιζαν τον άνθρωπο- πουλί ή οι βρυχηθμοί του λιονταριού προς τους προβολείς) προς την «ενανθρώπιση», μέσα από τη σταδιακή ένδυση του δυτικότροπου κοστουμιού μίας tv-περσόνας, ενός μεγαλοστελέχους επιχείρησης ή ενός διαπραγματευτή πολιτικού.

 %ce%b7%ce%bb%ce%b9%ce%b1%cf%83Συνοδά στην μεταμόρφωση αυτή, ήταν αποσπάσματα από κείμενα του Νιζίνσκυ και του Ντοστογέφσκυ, τα οποία ο ήρωας απήγγελνε ή μονολογούσε ως άλλα «Εις Εαυτόν», αποπειρώμενος να εξυφάνει έναν δικό του ηθικό κώδικα για το Θεό, τη Φύση, τον πόνο, την ευχαρίστηση ,την αγάπη, την ενοχή. Η προσπάθεια αυτή ανακοπτόταν από τις τυχαίες «προσκρούσεις» του βλέμματος του στον καθρέφτη όπου με γνήσια απορία –σαν το παιδί στο στάδιο του Λακάν με τον Καθρέφτη- συνειδητοποιεί τον εαυτό ως Όλον και ως ΄Αλλον ( δυνατές οι στιγμές απορίας και παρατήρησης του πρωταγωνιστή στην ενατένιση του ειδώλου του ).

 Ο Καλός Λόγος -καθώς η παράσταση εξελίσσεται- αποδεικνύεται  κενό γράμμα, ένα κύμβαλο αλαλάζον, το οποίο ο πρωταγωνιστής φέρει ως αλλότριο εξάρτημα όπως και το κοστούμι.

 Στο τέλος, ενδεδυμένος πια τον Λόγο και τα ρούχα του, ο ήρωας εκφωνεί με τους προβολείς  και τα μικρόφωνα στραμμένα πάνω του,  μία ομιλία που αποτελεί ένα εγκώμιο στο Κακό, το όποιο παρουσιάζεται ως νοσηρά όμορφο, αποπλανητικό και καθησυχαστικό ταυτόχρονα.

  Ενώ αδυναμία της παράστασης καθίσταται ανά σημεία το κείμενο, ο συνταρακτικός μονόλογος του τέλους δικαιώνει την επιλογή του ως κορύφωση του έργου, προτού αποδομηθεί σε άναρθρες λέξεις,  που θυμίζουν το θέατρο του Ιονέσκο.

  Εξαιρετική η ερμηνεία του Αργύρη Πανταζάρα που κατορθώνει με την υποκριτική και τη σωματικότητά  του  να αντιρροπήσει τις όποιες αδυναμίες του κειμένου, ενώ ειδική μνεία πρέπει να γίνει και στην Ελίνα Μαντίδη , που πέρα από τη συμμετοχή της στη συγγραφή και στη σκηνοθεσία της παράστασης κράτησε επάξια και το θεατρικό ρόλο της αποφασιστικής σκηνοθετίδας-συντονίστριας του πλατό στη στιβαρότητα της οποίας ο πρωταγωνιστής απευθύνεται για να ακουμπήσει -σχεδόν ως  άλλο παλινδρομημένο παιδί σε αλληγορική μητέρα- προκειμένου να αντλήσει δύναμη για να εκφωνήσει τον «Καλό Λόγο».

Μία παράσταση που αξίζει κανείς να δεί ως μία φρέσκια θεώρηση/ προειδοποίηση για την Ψυχολογία του Κακού εμπρός στην οποία καλό είναι να αφυπνιζόμαστε, όλοι.

 

Ο Ηλίας Βλάχος είναι ψυχίατρος, αριστούχος διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής Αθηνών του ΕΚΠΑ, και κριτικός θεάτρου. Εκτός από το πτυχίο της ιατρικής (1993-1999), έχει ολοκληρώσει σπουδές στη Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία ΕΚΠΑ (1988-1993) και σπουδες ψυχολογίας στο Αμερικανικό Κολλέγιο Deree (1988-1993). H πτυχιακή του εργασία στη Γερμανική Φιλολογία που βαθμολογήθηκε με Άριστα (10) αφορούσε στη σύγκριση της Αντιγόνης του Σοφοκλή με τα ομώνυμα έργα του εξπρεσσιονιστή Walter Hasenclever και του Bertolt Brecht. ‘Eχει επίσης δημοσιεύσει συγκριτικό άρθρο στο Psychoanalytic Review με θέμα τη διαλεκτική Νου και Σώματος όπως αυτή παρουσιάζεται στην τραγωδία του Ευριπίδη Βάκχες και στη Σαλώμη του Oscar Wilde. (Vlachos I. Agave, Salome and the Enchanted Heads: Mind and Body Dialectics in Euripides’ and Oscar Wilde’s Work. Psychoanalytic Review, 96 (4) , August 2009.) ‘Εχει παρακολουθήσει σεμινάρια υποκριτικής από την Ελένη Σκώτη (3 χρόνια), και την Maia Morgenstern. Τέλος, έχει ιδρύσει την ερασιτεχνική θεατρική ομάδα The Healers από τριετίας, η οποία αποτελείται κυρίως από γιατρούς και ψυχολόγους και με την οποία έχουν ανεβάσει την Πτώση του Οίκου των ‘Ασερ του Edgar Allan Poe και το ‘Οσα Παίρνει ο ‘Ανεμος- Μέρος Α’ της Margaret Mitchell σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Χατζάκη στο Θέατρο επί Κολωνώ.